-
1 ποιημα
- ατος τό1) изделие(ποιήματα χρύσεα Her.; ποιήματα ἀργύρεα Luc.)
2) произведение, творение(Γλαύκου τοῦ Χίου Her.; sc. Δαιδάλου Plat.)
3) сочинение, вымысел(ἐραστοῦ Plat.)
4) стихотворение, поэмаπ. Κρόνῳ συγκείμενον Plat. — стихи в честь Крона
5) дело, действие, деяние(εἴτε ποιήματα εἴτε παθήματα Plat.)
-
2 ποίημα
A anything made or done: hence,I work, π. χρύσεα, χάλκεα καὶ σιδήρεα, Hdt.4.5, 7.84, cf. 2.135;Γλαύκου τοῦ Χίου π. Id.1.25
; of the works of Daedalus, Pl.Men. 97e; π. ἐραστοῦ a lover's invention, Id.R. 474e; product, of land formed by silting-up of rivers, Arr.An.5.6.4(pl.).2 poem, Cratin.186, Pl.Phd. 60d, Ly. 221d;τὰ μετὰ μέτρου π. Isoc.2.7
, 15.45;π. εἰς τὰς Μούσας IG7.1773.17
(Thespiae, ii A. D.): pl., of single verses, = ἔπη, D.H.1.41, Comp.3.b poetical, esp. metrical, form, περὶ ποιήματος, title of work by Hephaestio.3 fiction, Arr.An.5.6.5(pl.).
См. также в других словарях:
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek